μονότροχος

μονότροχος
η , ο [ος , ον ] одноколёсный;

τό μονότροχο αμάξι — тачка


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "μονότροχος" в других словарях:

  • μονότροχος — η, ο (Α μονότροχος, ον) νεοελλ. αυτός που έχει έναν μόνο τροχό αρχ. το αρσ. ως ουσ. ὁ μονότροχος (γλώσσ.) άμαξα με έναν τροχό. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + τροχός] …   Dictionary of Greek

  • μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»